- παλινάγρετος
- παλινάγρετοςto be taken backmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… … Dictionary of Greek
παλινάγρετον — παλινάγρετος to be taken back masc/fem acc sg παλινάγρετος to be taken back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινάγρετα — παλινάγρετος to be taken back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
υστερόληπτος — ον, Α 1. αυτός που δίνεται και ύστερα λαμβάνεται πάλι 2. (κατ επέκτ.) (για λόγο, υπόσχεση ή απόφαση) αυτός που ανακαλείται, παλινάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νεό ληπτος] … Dictionary of Greek